ἀμφοτέρωσε
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
Adv. to both sides, γεγωνέμεν ἀ. Il.8.223, 11.6.
Spanish (DGE)
adv. hacia ambos lados o bandos ἀ. λίθοι πωτῶντο Il.12.287, cf. 8.223, 11.6.
German (Pape)
[Seite 146] nach beiden Seiten hin, Il. 8, 223. 11. 6. 12, 287; – sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers l'un et l'autre lieu.
Étymologie: ἀμφότερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφοτέρωσε: adv. в обе стороны или в обоих направлениях Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτέρωσε: ἐπίρρ., πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, γεγωνέμεν ἀμφ. Ἰλ. Θ. 223, Λ. 6.
English (Autenrieth)
in both directions.
Greek Monolingual
ἀμφοτέρωσε επίρρ. (Α)
(για κίνηση προς τόπο) και προς τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -σε, επιρρ. κατάλ.].
Greek Monotonic
ἀμφοτέρωσε: επίρρ., και στις δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
to both sides, Il.