διαφοιβάζω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.
Spanish (DGE)
enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d'un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.
German (Pape)
in heftige Wut versetzen; τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. Aj. 325, Schol. ἐκμεμηνέναι.
Russian (Dvoretsky)
διαφοιβάζω: приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.
Greek (Liddell-Scott)
διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.
Greek Monolingual
διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.
Greek Monotonic
διαφοιβάζω: οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ. διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
to drive mad: Pass., perf. inf. διαπεφοιβάσθαι Soph.