ἐφομαρτέω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
accompany, come on (with), abs., Il.8.191, 12.412, 23.414 (ἐφαμ- Aristarch.), Nic.Al.479: c. dat., A.R.1.201: rare in Prose, as Arr.An.1.19.2.
German (Pape)
[Seite 1121] geleiten, mitgehen, nachfolgen; ἀλλ' ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον Il. 8, 191; 12, 412; sp. D., wie Ap. Rh. Ἴφικλος ἐφωμάρτησε κιόντι, 1, 201; Nic. Al. 479; Nonn. D. 13, 310. – Selten in Prosa, wie Arr. An. 1, 19, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐφωμάρτησα;
aller à la suite, accompagner.
Étymologie: ἐπί, ὁμαρτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφομαρτέω: идти следом, следовать, сопровождать Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφομαρτέω: μέλλ. -ήσω, παρακολουθῶ κατὰ πόδας, ἀλλ’ ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον Ἰλ. Θ. 191, Μ. 412, Ψ. 414· μετὰ δοτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 201, κτλ.· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ἐν Ἀρρ. Ἀναβ. 1. 19. - Καθ’ Ἡσύχ «ἐφομαρτεῖτον· ὁμοζυγεῖτε»
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἐφομαρτέω: μέλ. -ήσω, παρακολουθώ κατά πόδας, στενά, σε Ομήρ. Ιλ.