ῥέκτης

From LSJ
Revision as of 22:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέκτης Medium diacritics: ῥέκτης Low diacritics: ρέκτης Capitals: ΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: rhéktēs Transliteration B: rhektēs Transliteration C: rektis Beta Code: r(e/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = ῥεκτήρ, active, Plu. Brut.12, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, = ῥεκτήρ, VLL., Plut. Brut. 12 u. Synes., thätig.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
celui qui fait, qui agit.
Étymologie: ῥέζω.

Russian (Dvoretsky)

ῥέκτης: ου adj. m деятельный, энергичный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέκτης: -ου, ὁ, δραστήριος, ἐνεργός, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Συνέσ. 209D, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικόςἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.

Greek Monotonic

ῥέκτης: -ου, ὁ, = ῥεκτήρ, δραστήριος, ενεργός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥέκτης, ου, ὁ, = ῥεκτήρ
active, Plut.