παιδία
English (LSJ)
Ion. παιδίη, ἡ, childhood, = παιδεία II.1; ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι Hp.Prorrh. 2.42; παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν Pl.Lg.808e; childishness, ib. 864d.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Kindesalter, Jugend, findet sich öfter als v.l. für παιδεία und παιδιά, aber nirgends als sichere Lesart.
French (Bailly abrégé)
ων;
pl. de παιδίον.
Russian (Dvoretsky)
παιδία:
I τά pl. к παιδίον.
II ἡ детский возраст, малолетство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
παιδία: ἡ, παιδικὴ ἡλικία, ἴδε ἐν λ. παιδεία ΙΙ.
Greek Monolingual
παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) παις, παιδός
1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.)
2. το παιδαριώδες του τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδία -ας, ἡ [παῖς] jeugdige leeftijd; overdr. kinderlijkheid.
παιδία -ων, τά nom. en acc. plur. van παιδίον.
Translations
childishness
Dutch: kinderlijkheid; Estonian: lapsikus; French: enfantillage; Galician: puerilidade, rapazada; German: Kinderei; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: ανωριμότητα, παιδιαρίσματα, παιδαριώδης συμπεριφορά; Ancient Greek: νηπιέη, νηπιότης, νηπιοφροσύνη, παιδία, τὸ βρεφῶδες, τὸ μειρακιῶδες; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: criancice, puerilidade, infantilismo, parvulez, gurizada; Spanish: puerilidad, niñería, chiquillada, infantilismo, infantilada, niñada, chiquillería; Swedish: barnslighet