ἀναζώω
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
v. ἀναζάω.
German (Pape)
[Seite 188] poet, für ἀναζάω, Nic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζώω: ἴδε ἀναζάω.
Greek Monolingual
ἀναζωῶ (-όω) (ΑΜ)
επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζωῶ.
ΠΑΡ. μσν. ἀναζώωσις.
Greek Monolingual
ἀναζώω (Α) αναζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζώω, επικός και ιωνικός τ. αντί ζῶ].