ἀναζώω

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναζώω Medium diacritics: ἀναζώω Low diacritics: αναζώω Capitals: ΑΝΑΖΩΩ
Transliteration A: anazṓō Transliteration B: anazōō Transliteration C: anazoo Beta Code: a)nazw/w

English (LSJ)

v. ἀναζάω.

German (Pape)

[Seite 188] poet, für ἀναζάω, Nic.

Greek Monolingual

ἀναζωῶ (ἀναζόω) (ΑΜ)
επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζωῶ.
ΠΑΡ. μσν. ἀναζώωσις.
ἀναζώω (Α) αναζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζώω, επικός και ιωνικός τ. αντί ζῶ].

Greek (Liddell-Scott)

ἀναζώω: ἴδε ἀναζάω.