ἐπέκπλους
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
v. ἐπέκπλοος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
départ d'une flotte contre l'ennemi, attaque par mer.
Étymologie: ἐπί, ἐκπλέω.
German (Pape)
ὁ, zusammengezogen aus ἐπέκπλοος.