πολιορκώ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
Greek Monolingual
πολιορκῶ, -έω, ΝΜΑ
1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.)
2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά
νεοελλ.
περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση του
αρχ.
παθ. πολιορκοῦμαι, -έομαι
α) (για πλοίο) υφίσταμαι αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)
β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από πρόχωμα
γ) περιέρχομαι ή βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», Πλάτ.)
δ) υφίσταμαι απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ορκῶ μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιορκος (< πόλις + -ορκος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα -ορκ- της λ. ἕρκος «φραγμός», πρβλ. ορκάνη)].