πύρπνους

From LSJ
Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρπνους Medium diacritics: πύρπνους Low diacritics: πύρπνους Capitals: ΠΥΡΠΝΟΥΣ
Transliteration A: pýrpnous Transliteration B: pyrpnous Transliteration C: pyrpnous Beta Code: pu/rpnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πύρπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πύρπνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. πύρπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά («πύρπνοον... βέλος» — η αστραπή, Αισχύλ.).
επίρρ...
πυρπνόως Μ
(για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής) σαν πνοή φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuurspuwend.

Middle Liddell

πύρ-πνους, ουν, = πυρίπνοος
firebreathing, Τυφών Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

breathing fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)