πολυαχθής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ές, very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.
German (Pape)
[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ-αχθής].