φιλοπότης

From LSJ
Revision as of 19:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπότης Medium diacritics: φιλοπότης Low diacritics: φιλοπότης Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: philopótēs Transliteration B: philopotēs Transliteration C: filopotis Beta Code: filopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, lover of drinking, fond of wine, Hdt.2.174, Hp.Aër.1, Ar.V.79, Eup.208 (of Cimon), Antipho Soph.76, Arist.HA559b2, Pr.874a37 (wrongly accented φιλοπότων), Ath.10.430c.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, Liebhaber des Trunks, Einer, der gern und viel trinkt; Ar. Vesp. 79; Her. 2, 174; Arist. H. A. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.
Étymologie: φίλος, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπότης: ου ὁ любитель выпить, пьяница Her., Arph., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φιλοπότης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. φιλοπώτης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φιλοπότις, -ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α
αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο-πότης, ενώ ο τ. φιλο-πώτης με β' συνθετικό -πώτης (< θ. πω- του πίνω, πρβλ. πῶ-μα)].

Greek Monotonic

φῐλοπότης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το κρασί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

φῐλο-πότης, ου, ὁ,
a lover of drinking, fond of wine, Hdt., Ar.