Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετρασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρασύλλᾰβος Medium diacritics: τετρασύλλαβος Low diacritics: τετρασύλλαβος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: tetrasýllabos Transliteration B: tetrasyllabos Transliteration C: tetrasyllavos Beta Code: tetrasu/llabos

English (LSJ)

ον, of four syllables, Luc.Gall.29; πόδες Heph.3.3. Adv. -βως Phryn.PS p.16 B., St.Byz. s.v. Τελμησσός.

German (Pape)

[Seite 1099] viersylbig, Luc. gall. 29.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰσύλλᾰβος: четырехсложный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων συλλαβῶν συγκείμενος, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 29. - Ἐπίρρ. τετρασυλλάβως Φρύνιχ. Ἀράβιος ἐν Α. Β. 11. 1., 67, 2 ἐν λ. τονθορύζειν.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρασύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις συλλαβές («τετρασύλλαβη λέξη»).
επίρρ...
τετρασυλλάβως Α
με τέσσερεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δι-σύλλαβος].