λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: τρῐχόδεσμος | Medium diacritics: τριχόδεσμος | Low diacritics: τριχόδεσμος | Capitals: ΤΡΙΧΟΔΕΣΜΟΣ |
Transliteration A: trichódesmos | Transliteration B: trichodesmos | Transliteration C: trichodesmos | Beta Code: trixo/desmos |
ὁ, hair-band, Hsch. s.v. ἄμπυξ.
τρῐχόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν τριχῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ᾄμπυξ.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «δεσμός τριχῶν, ἄμπυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + δεσμός (πρβλ. κεφαλό-δεσμος)].
ὁ, Haarband, Hesych. v. ἄμποξ.