φίλητρον

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλητρον Medium diacritics: φίλητρον Low diacritics: φίλητρον Capitals: ΦΙΛΗΤΡΟΝ
Transliteration A: phílētron Transliteration B: philētron Transliteration C: filitron Beta Code: fi/lhtron

English (LSJ)

τό, the primary form of φίλτρον, acc. to EM795.17; f.l. in AP11.218 (Crates).

German (Pape)

[Seite 1277] τό, Liebeshandel, verliebtes Abenteuer, φίλητρα ἀείδειν Crates gramm. ep. (XI, 218); auch = φίλτρον, Nähe Choeril. p. 98.

Russian (Dvoretsky)

φίλητρον: τό Anth. = φίλτρον.

Greek (Liddell-Scott)

φίλητρον: τό, ὁ πρῶτος τύπος τῆς λέξεως φίλτρον, κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 795, 15· ― ἐν Ἀνθ. Π. 11. 218, ὁ Dobree ἀνέγνω Φιλητᾶ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό μέσο ή ποτό που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, φίλτρο
2. ερωτική σχέση, ερωτική περιπέτεια («κατάγλωττ' ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + επίθημα -τρον (πρβλ. κόσμη-τρον)].