χαλκίοικος
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, she who dwells in a brazen house (i. e. Athena, whose name is freq. omitted), at Sparta, from the brazen shrine in which her statue stood, E.Hel.228,245 (both lyr.), Ar.Lys.1300 (lyr.), Th.1.128,134, Paus.3.17.2, 10.5.11.
German (Pape)
[Seite 1330] in einem ehernen Hause od. Tempel wohnend; bes. Beiwort der Athene in Lacedämon; Eur. Hel. 231. 251; Thuc. 1, 134; Paus. 3, 17. 10, 5; auch Artemis, Pol. 4, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui habite un sanctuaire d'airain (Athéna).
Étymologie: χαλκός, οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκίοικος: обитающий в медном храме (эпитет Афины в Спарте) Eur., Thuc., Arph., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκίοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐντὸς οἴκου ἐκ χαλκοῦ, ὁ χαλκοῦν ἔχων οἶκον, ἐπίθ. τῆς Πολιούχου Ἀθηνᾶς ἐν Σπάρτῃ ὡς ἐκ τοῦ χαλκοῦ ἱεροῦ ἐν ᾧ ἦν τὸ ἄγαλμα αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 228, 246, Ἀριστ. Λυσ. 1300, Θουκ. 1. 128, 134, ἴδε Παυσ. 3. 17, 3., 10. 5, 5· πρβλ. χαλκίναος, χαλκόπυλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(το θηλ. ως προσωνυμία της Αθηνάς στην Σπάρτη, λόγω του αφιερωμένου σε αυτήν ναού του οποίου οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν επενδεδυμένοι με χάλκινα ελάσματα) αυτή που κατοικεί σε χάλκινο οίκο («Λακεδαιμονίοις δὲ Ἀθηνᾶς ἱερὸν Χαλκιοίκου», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + οἶκος (πρβλ. ἄγρ-οικος). Η μορφή χαλκι- του α' συνθετικού, κατά την επικρατέστερη άποψη, ερμηνεύεται από το επίθ. χάλκιος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, είναι αναλογική προς άλλα α' συνθετικά σε -ι- (πρβλ. πολι-οῦχος)].
Greek Monotonic
χαλκίοικος: [ῐ], -ον, αυτός που κατοικεί σε σπίτι από χαλκό, επίθ. για την Αθηνά στη Σπάρτη, από το χάλκινο ιερό όπου βρίσκεται το άγαλμά της, σε Ευρ., Θουκ.
Middle Liddell
χαλκί-οικος, ον,
dwelling in a brasen house, epithet of Athena at Sparta, from the brasen shrine in which her statue stood, Eur., Thuc.