καπνοδόχη
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
ἡ, prop. καπνοδόκη, chimney, smokestack, funnel, smoke-receiver, i.e. hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.4.103, 8.137, Pherecr.141, Eup.133: LXX Ho.13.3 codd. AQ, Luc.Icar.13, Gal.2.727.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, Rauchfang, meist eine Öffnung im Dache des Gebäudes, durch welche der Rauch hinauszieht u. die Sonne auf den Boden scheint, Galen.; vgl. καπνοδόκη.
Greek Monolingual
ἡ (Α καπνοδόχη)
νεοελλ.
η καπνοδόχος
αρχ.
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιοδόχη, κυμινοδόχη].