ὠκύσκοπος
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον, quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vise d'un regard prompt ou perçant.
Étymologie: ὠκύς, σκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύσκοπος: -ον, ὁ ταχέως σκοπῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.
Greek Monolingual
και ὠκυσκόπος, -ον, Α
αυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύ-σκοπος].
Greek Monotonic
ὠκύσκοπος: -ον, αυτός που σκοπεύει με το τόξο γρήγορα· ὠκύσκοπος Ἀπόλλων, σε Ανθ.