κόκαλος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος)
νεοελλ.
1. κόκαλο
2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι
νεοελλ.-μσν.
ισχίο
αρχ.
1. το κουκούτσι του κουκουναριού
2. το κουκουνάρι
3. ο καρπός του φυτού δαφνοειδές το κνίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα -αλος (πρβλ. διδάσκ-αλος)].