χρυσών
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, treasure, PLips.102.7 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1383] ῶνος, ὁ, der Schatz, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσών: -ῶνος, ὁ, θησαυρός, Βυζ.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, ΜΑ
θησαυροφυλάκιο
μσν.
στον πληθ. οἱ χρυσῶνες
οι κατασκευαστές χρυσών νομισμάτων σε νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσῶ «επιχρυσώνω» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. ἀγ-ών)].