μόνορχις

From LSJ
Revision as of 08:40, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνορχις Medium diacritics: μόνορχις Low diacritics: μόνορχις Capitals: ΜΟΝΟΡΧΙΣ
Transliteration A: mónorchis Transliteration B: monorchis Transliteration C: monorchis Beta Code: mo/norxis

English (LSJ)

εως, ὁ, with one testicle, LXX Le.21.20, Plu.2.917d; acc. pl. μονόρχεις Hippiatr.14 (v.l. -χας, cf. ἐνόρχης).

German (Pape)

[Seite 204] mit einer Hode; Plut. qu. nat. 21; Hippiatr.

Russian (Dvoretsky)

μόνορχις: εως adj. m с одним лишь яичком (σῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μόνορχις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὄρχιν, Πλούτ. 2. 917D.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μόνορχις, -εως)
αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄρχις (πρβλ. τρί-ορχις)].