μοναστήριος

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναστήριος Medium diacritics: μοναστήριος Low diacritics: μοναστήριος Capitals: ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: monastḗrios Transliteration B: monastērios Transliteration C: monastirios Beta Code: monasth/rios

English (LSJ)

α, ον, A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D. II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475. 2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυσ-τήριος)].