ловкость
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Russian > Greek
πολυτροπία, πολυτροπίη, φιλότεχνον, ἐπιδεξιότης, εὐχέρεια, φιλοτεχνία, εὐστοχία, δριμύτης, δεξιότης, λῆμα, λᾶμα, σοφία
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
πολυτροπία, πολυτροπίη, φιλότεχνον, ἐπιδεξιότης, εὐχέρεια, φιλοτεχνία, εὐστοχία, δριμύτης, δεξιότης, λῆμα, λᾶμα, σοφία