γραμμάτιον

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτιον Medium diacritics: γραμμάτιον Low diacritics: γραμμάτιον Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: grammátion Transliteration B: grammation Transliteration C: grammation Beta Code: gramma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of γράμμα, Luc.Merc.Cond.36. II = γραμματεῖον, bond, contract, POxy.71.5 (iv A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 escrito breve, carta Charito 5.7.5, ἡ δὲ Μαντὼ ... γράφει γ. πρὸς τὸν Ἁβροκόμην X.Eph.2.5.1, ἐσφραγισμένον γ. Aesop.295, ἐγγράψαντα καὶ κατασημηνάμενον τὸ γ. πέμψαι ... εἰς Ἐκβατάνα Arr.An.7.18.2, ὁ Τουτίλας γράψας γραμμάτια πολλά Procop.Goth.3.9.20
nota, esquela amorosa τοῦ μοιχοῦ Luc.Merc.Cond.36, cf. DMeretr.10.2
libelo Iul.ad Ath.283b
escrito, moción en la asamblea Syn.Ep.66 (p.107.9, cf. 18).
2 documento de diversos tipos, esp. contractual τὸ γ. τῆς ἀπελευθερώσεως el acta de manumisión Char.5.7.4, ἐντολιμαῖον γ. documento de autorización, poder, procuración, PMasp.161.15 (VI d.C.), ὑποθηκιμαῖον γ. contrato pignoraticio, PYoutie 92.18 (VI d.C.), ἀγοραῖον γ. contrato de venta, PMasp.168.11 (VI d.C.)
obligación, título de deuda ἀπῄτησα Πανεμγέα χωρὶς οὐδενὸς γραμμα[τίου] δραχ(μὰς) ὀγδοήκοντα PWürzb.22.6 (II d.C.), κατὰ δύο γραμμάτια ὡμολόγησεν ἔχειν μου παρακαταθήκην POxy.71.5 (IV d.C.), κύριον τὸ γ. ἁπλοῦν γραφέν la obligación, redactada en copia única, es válida, POxy.1891.20 (V d.C.), cf. PSI 1122.29 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 504] τό, dim. von γράμμα, Schriftchen (vgl. γραμματεῖον), Luc. Merc. cond. 36 u. sonst bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de γράμμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμμάτιον -ου, τό en γραμματεῖον γράμμα officieel document, petitie.

Russian (Dvoretsky)

γραμμάτιον: τό записочка, письмецо Luc.

Greek Monotonic

γραμμάτιον: τό, υποκορ. του γράμμα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γράμμα, Λουκ. Μισθ. Συν. 36.

Middle Liddell

[Dim. of γράμμα, Luc.]