κορεία
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
(A), ἡ, (κορέω) A brushing: attendance, prob.in Hsch.
κορ-εία (B), ἡ, (κορεύομαι) A maidenhood, D.Chr.7.142, AP5.216 (Paul. Sil.), 293.19 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
la virginité.
Étymologie: κόρη.
German (Pape)
1 ἡ, von κορέννυμι, die Sättigung ?
2 ἡ, von κόρη, κορεύομαι, der Zustand des Mädchens, die Jungfrauschaft; Nonn. D. 32.34; Agath. 8 (V.294); Paul.Sil. 16 (V.217).
Russian (Dvoretsky)
κορεία: ἡ девственность Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κορεία: ἡ, (κορέω) τὸ σαίνειν, καθαίρειν, θεραπεία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κορεία, ἡ (Α) κορέω (ΙΙ)]
πιθ. (κατά τον Ησύχ.)
1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα
2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία.
(II)
κορεία, ἡ (Α)
βλ. κόρειος.