ἀνομόλογος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον, not agreeing, incongruous, S.E.M.8.331, cf. Harp. s.v. ἀσυνθετώτατον, Apollon.Cit.3: c. dat., Alex.Aphr.in Top.548.17. Adv. ἀνομολόγως = in contradictory fashion Porph. Abst.2.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 incongruente λήμματα S.E.M.8.331, ἀνομόλογον καὶ ἀσύμφωνον Harp.s.u. ἀσυνθετώτατον
•subst. τὸ περὶ τὴν τάξιν ἀ. Ptol.Tetr.1.21.19, τὰ ἀ. Apollon.Cit.3.24
•c. dat. τινὰ ... ἀνομόλογα τῷ κειμένῳ Alex.Aphr.in Top.548.17.
2 adv. ἀνομολόγως = en forma incongruente ἀ. ... γίγνεσθαι Porph.Abst.2.40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non d'accord, contradictoire.
Étymologie: ἀ, ὁμόλογος.
German (Pape)
nicht übereinstimmend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομόλογος: противоречивый (ψευδὴς καὶ ἀ. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομόλογος: -ον, ἀσύμφωνος, διὰ τὸ ἐκεῖνα εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.
Greek Monolingual
ἀνομόλογος, -ον (Α)
αυτός που δεν συμφωνεί, ασύμφωνος, αντιφατικός.
Greek Monotonic
ἀνομόλογος: -ον, αυτός που διαφωνεί.