κλεψίρρυτος

From LSJ
Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίρρῠτος Medium diacritics: κλεψίρρυτος Low diacritics: κλεψίρρυτος Capitals: ΚΛΕΨΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: klepsírrytos Transliteration B: klepsirrytos Transliteration C: klepsirrytos Beta Code: kleyi/rrutos

English (LSJ)

ον, secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, ποταμόρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

German (Pape)

im Verborgenen fließend, ὕδωρ, eine Quelle bei Athen, die eine Strecke unter der Erde wegfloß, Hesych. S. κλεψύδρα.