εὐρυχανής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ές, = εὐρυχανδής (wide-gaping, wide-mouthed), γαστήρ Oppian. H. 3.344 ; of a wounded man, Nonn. D. 22.242.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, dasselbe, γαστήρ Opp. H. 3, 344; mit weitgeöffnetem Munde, Nonn. 22, 243.
Greek Monolingual
εὐρυχανής, -ές (ΑΜ)
ο πολύ ανοιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. αχανής, ημιχανής].