παρέσκεθον
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
v. παρέχω. παρεσκευάδαται, παρερπ-άδατο, v. παρασκευάζω. παρεστάμεν, παρερπ-άμεναι, v. παρίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέσκεθον Aeol. indic. aor. act. van παρέχω.