κατωχάνης
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
ου, ὁ, handle or holder of a borer, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1407] ὁ, = ὁ κάτοχος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κατωχάνης: -ου, ὁ, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κατωχάνης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η λαβή του τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].