μυλεύς
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
έως, ὁ, epithet of Zeus, guardian of mills, Lyc.435.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, Beiname des Zeus, des Vorstehers der Mühlen, Lycophr. 435.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλεύς: ὁ, ὁ προστάτης τῶν μύλων, ἐπίθετον τοῦ Διός, Λυκόφρ. 435.
Greek Monolingual
μυλεύς, -έως, ὁ (Α)
(επίθ. για τον Δία) ο προστάτης τών μύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -εύς (πρβλ. νομεύς)].