τετράλινον
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
τό, prob. a fourfold lace or string, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1098] τό, vierfache Schnur, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράλῐνον: [ᾰ], τό, σπάγγος ἐκ τεσσάρων κλωστῶν, κοινῶς «τετράκλωνον», Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
πιθ. σπάγγος από τέσσερεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + λίνον «κλωστή από λινάρι» (πρβλ. μονόλινον)].