γομφίος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
(sc. ὀδούς), ὁ, more Att. than μύλος, Moer.111: (γόμφος): —A grinder-tooth, molar, chiefly in plural, Hp.Epid.5.100, Hdt.9.83, Ar. Pax34, etc.; ψοφεῖ δ' ὁ γ. Epich.21; γομφίους συγκρούων with his teeth chattering, Babr.92.8; opp. προσθίος, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 661b8. II tooth of a key, Ar.Th.423.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γόμφιος Hp.Epid.5.100
I molar, muela ψοφεῖ δ' ὁ γ. Epich.8.3, cf. Ar.Pl.1059, Moer.103
•op. πρόσθιος X.Mem.1.4.6, Arist.PA 661b8
•frec. en plu., Hp.l.c., Hdt.9.83, Ar.Pax 34, Luc.VH 2.1, Gal.2.753, γομφίους ... συγκρούων haciendo rechinar las muelas Babr.92.8.
II fig.
1 diente de llave Ar.Th.423.
2 venablo, saeta, flecha ῥαιβῷ χεῖρας ὥπλισε ... ἀφύκτων γομφίων λυροκτύπῳ armó sus manos con el curvo arco ... lira resonante de inevitables flechas Lyc.918.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, sc. ὀδούς, Backenzahn (von γόμφος, der Gestalt wegen); Her. 9, 83; Ar. Pax 34 Ran. 572; Xen. Mem. 1, 4, 6 u. Sp.; vgl. bes. Phryn. com. Ath. II, 52 c τοὺς γομφίους ἅπαντας ἐξέκοψεν, so daß ich nicht eine Mandel knacken kann. – Von dem Zahn am Schlüssel (Bart) Ar. Th. 423.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. ὀδούς;
dent molaire.
Étymologie: γόμφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γομφίος -ου, ὁ γόμφος vooral in plur. kies (in gebit); overdr. insnijding (in de baard van een sleutel):. κλείδια... τρεῖς ἔχοντα γομφίους sleutels met drie insnijdingen Aristoph. Th. 423.
Russian (Dvoretsky)
γομφίος: ὁ
1 коренной зуб Her., Arph., Xen., Arst.;
2 бородка ключа (κλειδία τρεῖς ἔχοντα γομφίους Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
γομφίος: (ἐνν. ὀδούς), ὁ, ἀττικώτερον ἢ τὸ μύλος, Μοῖρ. 111 (ἴδε γόμφος)·― τραπεζίτης ὀδούς, Λατ. molaris, Ἡρόδ. 9. 83, Ἀριστοφ. Εἰρ. 34, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ζῴ. Μ. 3. 1, 3· ψοφεῖ δ’ ὁ γ. Ἐπίχ. 9 Ahr.· γομφίους συγκρούων, συγκρούων τοὺς ὀδόντας του, Βάβρ. 92. 8·― ἀντίθ. τῷ πρόσθιος. ΙΙ. ὁ ὀδοὺς κλειδίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 423.
Greek Monolingual
ο (AM γομφίος) γόμφος
δόντι που έχει σχήμα γόμφου, τραπεζίτης
αρχ.
δόντι κλειδιού.
Greek Monotonic
γομφίος: (ενν. ὀδούς), ὁ (γόμφος), το πιο κοφτερό δόντι, ο τραπεζίτης, Λατ. molaris, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
[sc. ὀδούς
a grinder-tooth, Lat. molaris, Hdt., Ar., etc.
Léxico de magia
ὁ muela símbolo de un demon femenino ἡ δὲ θεὸς ἀκούσασα εὐθέως προσελεύσεται τῇ γραΐδι καὶ λήμψεται αὐτῆς τὸν γομφίον la diosa, al escucharte, se acercará de nuevo a la vieja y tomará su muela P XIa 21 λαβὼν τὸν γομφίον ... ἀκόντισον εἰς τὸ πῦρ toma la muela y arrójala al fuego (para liberar al demon) P XIa 29 usada como amuleto τὴν δὲ μύλην τοῦ ὄνου δήσας ἀργύρῳ καὶ τὸν γομφίον τῆς γραΐδος χρυσῷ περίεχε ἀεί ata el diente de asno con plata y la muela con oro y llévalos siempre P XIa 38