σφεός
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
-εή, Dor. -εά, -εόν, A = σφός, σφέτερος, their (own), σφεὰ δώματα A.R.1.849; ἴομεν αὖτις ἕκαστοι ἐπὶ σφεά each to his own, ib. 872. 2 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), Alcm.30. 3 his, her, σφεᾶς ἔειξε χώρας Id.31; σφ<ε>ὸς ἔσκε πατήρ prob. in Sammelb.7289.
Greek Monolingual
-ή, -όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α
(κτητ. αντων.)
1. δικός τους
2. δικός σου
3. δικός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς.