ἀνάπλοος
English (LSJ)
contr. ἀνάπλους, ὁ, (ἀναπλέω) A sailing up-stream, Hdt.2.4 and 8; ὁ ἀ. ἐκ τῆς θαλάττης, of a canal from the sea to an inland harbour, Pl.Criti.115d, cf. 117e. 2 putting out to sea, Plb.1.53.13, etc. II sailing back, return, Thphr.HP4.7.3, cf. Str.1.3.15.
Spanish (DGE)
ἀνάπλους, -ου, ὁ
• Alolema(s): ἀνάπλοος Hdt.2.4, 8
I 1travesía, navegación ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.4, cf. 2.8, Scyl.Per.13, 17, τὸν δ' ἐπὶ τοὺς τόπους ἀνάπλουν ποιούμενος BGU 1817.10 (I a.C.), cf. D.50.18, Thphr.HP 4.7.3, PTeb.739.21 (II a.C.), Scymn.801.
2 salida de un barco, Plb.1.53.13.
II regreso, travesía de vuelta καὶ τὸν ἀνάπλουν PPetr.3.20.2.9 (III a.C.), εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸν ἐκ τῶν Κόλχων ἀνάπλουν Str.1.3.15.
III concr. canal τὸν ἀνάπλουν ἐκ τῆς θαλάττης ... ὡς εἰς λιμένα ἐποιήσαντο Pl.Criti.115d, 117e
•Ἀνάπλους Βοσπόρου obra de Dion.Byz., descripción de los alrededores marítimos de Bizancio, Dion.Byz.tít., cf. Io.Mal.Chron.M.97.596C.
German (Pape)
[Seite 202] zsgz. ἀνάπλους, ὁ, 1) die Fahrt stromaufwärts, Her. 2, 4, 8; Plut. Cat. min. 39. – 2) die Fahrt aus dem Hafen auf die hohe See, Pol. 1, 53 u. öfter; ἀνάπλουν ποιεῖσθαι, = ἀνάγεσθαι, 1, 49; aber Plat. πρὸς ἐκεῖνον ὡς εἰς λιμένα Crit. 115 d, bei dem es auch der Landungsplatz ist, neben λιμήν, 117 e. – 3) die Rückfahrt, Strabo.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
navigation en remontant le cours de l'eau.
Étymologie: ἀναπλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπλοος: стяж. ἀνάπλους ὁ
1 плавание вверх по реке Her., Plut. или вглубь страны Plat.;
2 отплытие Polyb.;
3 гавань, бухта или канал Plat.;
4 обратное плавание Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, (ἀναπλέω) τὸ ἀναπλέειν, πλέειν ἄνω ἐν ποταμῷ ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἡρόδ. 2. 4. καὶ 8· ὁ ἀν. ἐκ τῆς θαλάττης, ἐπὶ διώρυχος φερούσης ἀπὸ τῆς θαλάσσης εἰς μεσόγαιόν τινα λιμένα, Πλάτ. Κριτί. 115D, πρβλ. 117E· 2) ὁ ἐκ λιμένος εἰς τὸ πέλαγος πλοῦς, Πολύβ. 1. 53, 13, ἀνάπλουν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, ὁ αὐτὸς 1. 49, 12. ΙΙ. ὁ πρὸς ἐπιστροφὴν πλοῦς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 7, 3.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀνάπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ (ἀναπλέω),
1. πλεύση προς τα πάνω σε ποταμό, δηλ. ενάντια στο ρεύμα, σε Ηρόδ.
2. απόπλους στη θάλασσα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
ἀναπλέω
1. a sailing upstream, Hdt.
2. a putting out to sea, Polyb.