κτέρεα

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτέρεα Medium diacritics: κτέρεα Low diacritics: κτέρεα Capitals: ΚΤΕΡΕΑ
Transliteration A: ktérea Transliteration B: kterea Transliteration C: kterea Beta Code: kte/rea

English (LSJ)

τά (no sg. in use), A funeral gifts, burnt with the dead, Mosch.4.33, Hsch.: generally, funeral honours, ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι Od.1.291, cf. 2.222, Il.24.38, etc.; ἔλαχον κτερέων Od.5.311; τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Epigr.Gr.514 (Maced.). 2 later, wrappers for the dead, shroud, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς A.R.1.254.

German (Pape)

[Seite 1518] τά (der nom. sing. τὸ κτέρος u. κτέρας kommt nicht vor; es ist auch wohl ein von dem vorigen verschiedenes Wort, od. wenigstens nicht mit demselben auf κτάομαι zurückzuführen, wenn auch der Zusammenhang zwischen γέρας, γδέρας, κτέρας, den Ahrens behauptet, etwas fern zu liegen scheint); Dinge, die man den Todten bei der Bestattung gleichsam als Eigenthum oder als Ehrengeschenk mitgiebt, Dinge, die dem Abgeschiedenen im Leben besonders lieb gewesen u. die man auf dem Scheiterhaufen mit ihm verbrannte; κτέρεα κτερεΐζειν begreift alles zum vollständigen, feierlichen Leichenbegängniß Gehörige in sich; σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐζειν Od. 1, 291. 2, 222, vgl. 3, 285 Il. 24, 38;. κτερέων λαχεῖν Od. 5, 311; einzeln bei sp. D.; πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης Hosch. 4, 3; bei Ap. Rh. 1, 254 ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς = in Leichentücher gehüllt.

French (Bailly abrégé)

εων (τά) :
honneurs funèbres et sacrifices pour honorer un mort : κτέρεα κτερεΐζειν IL rendre les derniers devoirs.
Étymologie: cf. κτέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτέρεα -έων, τά [~ κτέρας] alleen plur. dodengaven.

Russian (Dvoretsky)

κτέρεα: τά торжественная отдача последнего долга, погребальные почести: κ. κτερεΐζειν или κτερίζειν Hom. справлять погребальные обряды.

English (Autenrieth)

pl.: possessions burned in honor of the dead upon the funeralpyre, hence funeral honors, obsequies (extremi honores), always with κτερεΐζειν.

Spanish

sudario

Greek Monolingual

κτέρεα, τὰ (Α)
1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.)
2. επικήδειες τιμές
3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. κτέρας.

Greek Monotonic

κτέρεα: τά (δεν υπάρχει ενικός κτέρας σε χρήση), δώρα νεκρικά που καίγονταν μαζί με το νεκρό, νεκρικές τιμές, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κτέρεα: τά, (οὐδαμοῦ ἐν χρήσει ἑνικ. κτέρος)· ― δῶρα νεκρικά, τὰ ὁποῖα ἐκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ (Μόσχ. 4. 33, Ἡσύχ.), καὶ καθόλου, τιμαὶ ἐπικήδειοι, κτέρεα κτερεΐξαι, τὰ νενομισμένα τοῖς νεκροῖς ἐναγίσματα τελέσαι, Λατ. parentalia parentare, Ὀδ. Α. 291, πρβλ. Β. 222, Ἰλ. Ω. 38, κτλ.· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 514. 2) παρὰ μεταγεν., ὑφάσματα δι’ ὧν περιετυλίσσετο ὁ νεκρός, «σάβανα», ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254.

Middle Liddell

κτέρεα, τά, [no sg. κτέρας in use]
funeral gifts, burnt with the dead, funeral honours, Hom.

Léxico de magia

τά sudario ἔχων κ., ἀνελίττων νυκτός, καὶ λαβὼν ξίφος λέγε toma un sudario, extiéndelo por la noche y tomando una espada di P XII 2