εἰδοποιία

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιία Medium diacritics: εἰδοποιία Low diacritics: ειδοποιία Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: eidopoiía Transliteration B: eidopoiia Transliteration C: eidopoiia Beta Code: ei)dopoii/a

English (LSJ)

ἡ, A formation, structure, αἱ κατὰ μέρος εἰ., opp. οἰκοδομία, Ph.Bel.50.51: in sg., specific form, Str.1.1.18. 2 Rhet., descriptive quality, σχημάτων Longin.18.1. 3 Philos., production of forms, Iamb.Comm.Math.14, Procl.Inst.144,157, Syrian. in Metaph.86.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 formación, configuración ἡ τῶν ἀνειδέων ὑπεροχικὴ εἰ. Dion.Ar.DN 4.3
carácter específico, forma específica de los distintos tipos de gobierno, Str.1.1.18
esp. fil εἰ. περὶ τὴν ὑποκειμένην φύσιν de los compuestos, Iambl.Comm.Math.14, cf. Procl.Inst.157, οἱ θεοὶ ... διδόντες ... τούτοις ζωὴν καὶ εἰδοποιίαν καὶ τελειότητα Procl.Inst.144, τῶν κοσμικῶν στοιχείων Syrian.in Metaph.86.1.
2 dibujo, diseño ἐν ταῖς κατὰ μέρος εἰδοποιίαις op. οἰκοδομία Ph.Bel.50.51
representación de figuras θεοῦ ... γραφὴ καὶ εἰ. ἐναποκειμένη τῇ πλακί ref. al decálogo, Clem.Al.Strom.6.16.133.
3 ret. carácter descriptivo σχημάτων de las figuras retóricas, Longin.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιία: ἡ, ἡ ἰδιαιτέρα φύσις πράγματός τινος, περίστασις, ἀπεικόνισις, ὁμοίωσις, Στράβων 11· - οὕτως, εἰδοποίημα, τό, καὶ εἰδοποίησις, ἡ, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 9. 34, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α εἰδοποιΐα)
νεοελλ.
η παραγωγή νέου κινητού πράγματος με επεξεργασία ή μετάπλαση υλικού που ανήκει σε άλλον
αρχ.
1. διαμόρφωση, κατασκευή
2. ειδική μορφή
3. (φιλοσ.) η παραγωγή ειδών ή μορφών
4. (ρητορ.) περιγραφική ικανότητα.

Middle Liddell

εἰδοποιΐα, ἡ, [from εἰδοποιός
the specific nature of a thing, Strab.