φιλεταίριον
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
τό, or φῐλεταίρ-ιος, ὁ, A = πολεμώνιον, Dsc.4.8 (also φῐλεταιρίς, ίδος, ἡ, Plin.HN25.99; but = ῥάμνος, a spinous buckthorn, Nic.Th.632, where φιλέταιριν codd.). II = ὠκιμοειδές, Dsc.4.28. 2 = κληματίς, Ps.-Dsc.4.7.
German (Pape)
[Seite 1276] τό, eine Pflanze, = ἀπαρίνη, Diosc. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεταίριον: τό, ἢ φιλεταίριος, ὁ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀπαρίνη, Διοσκ. 4. 8· «φιλεταίριος, ἣν καὶ ἀπαρίνην ὀνομάζουσι» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. 568· ὡσαύτως φιλέταιρις, ιδος, ἡ, Νικ. Θηρ. 632.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φιλεταίριος.