μηλίτης
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (μῆλον B) μηλίτης οἶνος A apple or quince wine, cider, Plu.2.648e, Dsc.5.20. II (μῆλον A) μηλῖται ἀριθμοί = arithmetical problems about a number of sheep, Sch.Pl.Chrm.165e, cf. Hero *Deff.135.5.
German (Pape)
[Seite 172] ὁ, 1) von Aepfeln bereitet, οἶνος, Apfelwein, Plut. Symp. 2, 3, 1. – 2) von Schaafen, ἀριθμός, Schol. Plat. 91, eine arithmetische Aufgabe, wodurch eine Zahl von Schaafen bestimmt wird.
Russian (Dvoretsky)
μηλίτης: ου (ῑ) adj. m μῆλον I] яблочный (οἶνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μηλίτης: -ου, ὁ, (μῆλον Β) οἶνος μ., οἶνος ἐκ μήλων ἢ κυδωνίων, Πλούτ. 2. 648Ε ΙΙ. (μῆλον Α) μ. ἀριθμός, πρόβλημά τι ἀριθμητικὸν περὶ ἀριθμοῦ τινος προβάτων, Σχόλ. Πλάτ. σ. 91· πρβλ. φιαλίτης.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α μηλίτης)
αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων ή ενός μίγματος μήλων και αχλαδιών, που εκχυλίζεται με ή χωρίς την προσθήκη νερού
νεοελλ.
φρ. «μηλίτης μυς» — ο μυς του μήλου της παρειάς, τον οποίο σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες του σφιγκτήρα τών βλεφάρων οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς του οφθαλμού και συγκλίνουν προς τη ζυγωματική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. δαφνίτης, σελινίτης)].
(II)
μηλίτης, ὁ (Α)
φρ. «μηλῑται ἀριθμοί» — αριθμητικό πρόβλημα σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων («θεωρεῖ οὖν [ἡ λογιστική] τοῦτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν πρόβλημα, τοῦτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατον» + κατάλ. -ίτης].