ὀπισθόπους

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόπους Medium diacritics: ὀπισθόπους Low diacritics: οπισθόπους Capitals: ΟΠΙΣΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: opisthópous Transliteration B: opisthopous Transliteration C: opisthopous Beta Code: o)pisqo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A walking behind, following, attendant, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος E. Hipp.54, cf. 1179, A.Ch.713. II = ὑποστρέψας, one who has returned, Hsch.

German (Pape)

[Seite 358] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος, Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., ὀπισθόπους τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.

French (Bailly abrégé)

ους, ους ; gén. ὀπισθόποδος,
qui va derrière, suivant, serviteur.
Étymologie: ὄπισθεν, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθόπους: ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό· ὁ ὄπισθεν περιπατῶν, ἀκόλουθος, ὀπαδός, θεράπων, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος Εὐριπ. Ἱππ. 54, ἔνθα ἴδε Monk καὶ Valck. αὐτόθι 1177· οὕτως, Αἰσχύλ. Χο. 713 ἐν τῷ τύπῳ ὀπισθόπος (πρβλ. ἀελλόπος, Οἰδίπος. πουλύπος), ἐκτὸς ἂν μετὰ Ἑρμάνν. ἀναγνώσωμεν: ὀπισθόπουν δὲ τοῦδε καὶ ξυνέμπορον. ΙΙ. = ὑποστρέψας, ὁ, ἐπανελθών, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)
1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + πούς, ποδός].

Greek Monotonic

ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει πίσω, που ακολουθεί, ακόλουθος, σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. Οἰδίπους), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀπισθό-πους,
walking behind, following, attendant, Eur.:—also ὀπίσθοπος, ( cf. Οἴδιποσ), Aesch.