δυσπαρηγόρητος

From LSJ
Revision as of 17:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρηγόρητος Medium diacritics: δυσπαρηγόρητος Low diacritics: δυσπαρηγόρητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparēgórētos Transliteration B: dysparēgorētos Transliteration C: dysparigoritos Beta Code: dusparhgo/rhtos

English (LSJ)

ον, = δυσπαρήγορος (hard to appease), A ἐπιθυμία J.AJ16.7.4. II inconsolable, Plu.2.74e; admitting no consolation, συμφορά Phalar.Ep.144.1; hard to soothe, ἄλγημα Herod.Med. ap. Aët.9.2.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de calmar, de aplacar ref. sentimientos fuertes, una pasión amorosa, I.AI 16.206, χαλεπαὶ ζηλοτυπίαι καὶ δυσπαρηγόρητοι φιλονεικίαι fuertes envidias y rivalidades enconadas Ph.2.304, ref. una persona presa de la ira, Plu.2.74e
para el que es difícil hallar consuelo, difícil de aliviar πένθος IG 12(7).239.22 (Minoa I/II d.C.), συμφορὰ δ. καὶ βαρυτέρα ἢ ὥστε λόγοις ἐπικουφισθῆναι Phalar.Ep.144, ἄλγημα Herod.Med. en Aët.9.2
de pers. inconsolable δυσπαρηγόρητοι καὶ βαρυπενθεῖς Basil.M.31.260B.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu trösten; Cic. Fam. 4, 3; καὶ δυσανάκλητος Plut. ad. et amic. discr. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à consoler, inconsolable.
Étymologie: δυσ-, παρηγορέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρηγόρητος: не внемлющий утешениям, безутешный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρηγόρητος: -ον, τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 74Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπαρηγόρητος, -ον)
απαρηγόρητος
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ησυχάζει
2. (για πόνο) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.