ἀπροϊδής

From LSJ
Revision as of 10:36, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροϊδής Medium diacritics: ἀπροϊδής Low diacritics: απροϊδής Capitals: ΑΠΡΟΪΔΗΣ
Transliteration A: aproïdḗs Transliteration B: aproidēs Transliteration C: aproidis Beta Code: a)proi+dh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, (προϊδεῖν) A unforeseen, Nic.Th.2,18, AP7.213 (Arch.), 9.111 (Id.). Adv. -ῶς Archig. ap. Orib.8.2.19. 2 Act., unforeseeing, prob. in Nonn.D.9.102, 48.757.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [-ῐ-]
I no visto previamente ἀπροϊδῆ τύψαντα que golpean a uno no visto previamente Nic.Th.2, σκορπίος Nic.Th.18, AP 7.213 (Arch.)
no visto, secreto πίστις Nonn.Par.Eu.Io.12.42, ἀ. Χριστοῖο μαθητής Nonn.Par.Eu.Io.19.38, ἣ τότε Βάκχον ἑλοῦσα ... ἀπροϊδῆ ... κατεκλήισε Nonn.D.9.102
imprevisto δαίμων IUrb.Rom.1250.12.i
II adv. -ῶς de manera imprevista ἀ. αὐτοὺς ἄγειν Archig. en Orib.8.2.19.

German (Pape)

[Seite 338] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 imprévu;
2 imprévoyant, qui agit à son insu.
Étymologie: , προϊδεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροϊδής: непредвиденный (μόρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροϊδής: -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, ἀπρόοπτος, «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168.

Greek Monolingual

ἀπροϊδής, -ές (Α)
αυτός που δεν φανερώνεται, ο κρυφός.

Greek Monotonic

ἀπροϊδής: -ές (προϊδεῖν), απρόβλεπτος, απρόοπτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

προϊδεῖν
unforeseen, Anth.