ἐπινεφής
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ές, A clouded, dark, (ἀήρ) Arist.Pr.941a5, Thphr.CP5.12.2; ἐπινεφῆ a clouded sky, Id.Vent.51. II. bringing clouds, (ἄνεμος)ib.4.
German (Pape)
[Seite 965] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; ἄνεμος, Gewölk und Regen bringend, id.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινεφής: облачный (ἀήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινεφής: -ές, (νέφος) συννεφής, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, σκοτεινός, ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος (ἄνεμος) αὐτόθι 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς λίπος» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.
Greek Monolingual
ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.