ἀκατανόητος

From LSJ
Revision as of 17:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανόητος Medium diacritics: ἀκατανόητος Low diacritics: ακατανόητος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: akatanóētos Transliteration B: akatanoētos Transliteration C: akatanoitos Beta Code: a)katano/htos

English (LSJ)

ον, inconceivable, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch.s.v. δύσληπτα, gloss on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv. -τως Suid. s.v. Νουμᾶς.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desconocido Clem.Al.Strom.5.1.6.
2 inconcebible φῶς ἄφθιτον, ἀόρατον, ἀκατανόητον Luc.Philopatr.13, cf. Sch.Opp.H.4.520, Gr.Nyss.Or.Catech.43.5.
3 difícil de comprender Hsch.s.u. δύσληπτα.
II adv. -ως incomprensiblemente Ath.Al.M.28.785B, Sud.s.u. Νουμᾶς.

German (Pape)

[Seite 69] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατανόητος: непонятный, непостижимый (φῶς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανόητος: -ον, = ἀκατάληπτος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 13 καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανόητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός
νεοελλ.
ο περίεργος, ο ανεξήγητος
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατανοῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία].