ἰκρίωμα

From LSJ
Revision as of 13:28, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκρίωμα Medium diacritics: ἰκρίωμα Low diacritics: ικρίωμα Capitals: ΙΚΡΙΩΜΑ
Transliteration A: ikríōma Transliteration B: ikriōma Transliteration C: ikrioma Beta Code: i)kri/wma

English (LSJ)

ατος, τό, A scaffold, IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. κατῆλιψ. II in plural,= ἀντήριδες, Eust.903.54.

German (Pape)

[Seite 1249] τό, das Gerüst, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκρίωμα: τό, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων, εἶδος «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ ἔξωθεν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. κατῆλιψ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.