προθεραπεία
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, Rhet., A preparation for the introduction of something startling, Hermog.Inv.4.12. II Medic., preliminary treatment, Orib.Fr.55.
German (Pape)
[Seite 723] ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προθερᾰπεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι πολλάκις ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179.
Greek Monolingual
ἡ, Α προθεραπεύω
1. (ρητ.) η προετοιμασία του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο
2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.