μεταγγίζω

From LSJ
Revision as of 07:05, 15 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγγίζω Medium diacritics: μεταγγίζω Low diacritics: μεταγγίζω Capitals: ΜΕΤΑΓΓΙΖΩ
Transliteration A: metangízō Transliteration B: metangizō Transliteration C: metaggizo Beta Code: metaggi/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω Gp.3.5.2:—pour from one vessel into another, decant, Dsc.1.52, Gal.11.215:—Pass., μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή, of the Pythag. metempsychosis, Eust.1090.32.

German (Pape)

[Seite 145] aus einem Gefäß in ein anderes gießen, umgießen, Diosc; auch übertr., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγγίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀντλῶ τι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου καὶ χύνω αὐτὸ εἰς ἕτερον, Διοσκ. 1. 62. - Παθ., μεταφορ., μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή, ἐπὶ τῆς Πυθαγορείου μετεμψυχώσεως, Εὐστ. 1090. 32.

Greek Monolingual

(ΑM μεταγγίζω)
μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.)
νεοελλ.
διοχετεύω υγρό
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) μεταγγίζομαι
(για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῖν καὶ τοῦτο πῶς μεταγγίζεται ἡ ψυχή εἰς πέντε σώματα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. καταγγίζω].