ἀνόστητος

From LSJ
Revision as of 10:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόστητος Medium diacritics: ἀνόστητος Low diacritics: ανόστητος Capitals: ΑΝΟΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anóstētos Transliteration B: anostētos Transliteration C: anostitos Beta Code: a)no/sthtos

English (LSJ)

ον, A unreturning, Orph.A.1269. II whence none return, χῶρος ἐνέρων AP7.467 (Antip. Sid.), cf. Opp.H.3.586, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no regresa Orph.A.1269.
2 de donde no se regresa ἐς τὸν ἀ. χῶρον ἔβης ἐνέρων AP 7.467 (Antip.Sid.), cf. Trag.Adesp.658.17, λόχος Opp.H.3.586, el Hades, Nonn.D.30.159, Par.Eu.Io.2.22, κόλποι Nonn.Par.Eu.Io.5.25, τύμβοι Nonn.Par.Eu.Io.5.28.

German (Pape)

[Seite 242] 1) nicht zurückkehrend, Orph. Arg. 1269. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Ant. Sid. 110 (VII, 467); χῶρος ἐνέρων Opp. H. 3, 586. 4, 108; Man. 1, 193.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 d'où l'on ne revient pas.
Étymologie: , νοστέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόστητος: из которого нет возврата (χῶρος ἐνέρων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόστητος: -ον, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Ὀρφ. Ἀργ. 1268. ΙΙ. ὁ τόπος ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἐς τὸν ἀνόστητον χῶρον ἔβης ἐνέρων Ἀνθ. Π. 7. 467, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 586, κτλ.

Greek Monolingual

ἀνόστητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω
2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείςἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» — για τον Αδη).

Greek Monotonic

ἀνόστητος: -ον (νοστέω), τόπος απ' όπου δεν επιστρέφει κανείς, σε Ανθ.

Middle Liddell

νοστέω
whence none return, Anth.