ἀναλογητικός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ή, όν, A proportional, dub. in D.L.1.17. II of the analogical school of grammarians, A.D. Conj.241.14.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
analógico, analogista de filósofos, D.L.1.17, de gramáticos, A.D.Coni.241.14.
German (Pape)
[Seite 196] zur Analogie gehörig, darnach verfahrend, Diog. L. 1, 17.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογητικός: пользующийся методом аналогии, аналогический Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογητικός: -ή, -όν, = ἀνάλογος, ἀμφ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 17.
Greek Monolingual
ἀναλογητικός, -ή, -όν (Α) ἀναλογῶ
οπαδός της αναλογίας στη γλώσσα (βλ. αναλογικός].