ἡβηδόν
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Adv. from the youth upwards, ἅπαντες ἡβηδόν Hdt.1.172, cf. 6.21, Luc.Vit.Auct.14,al.; ἄξιον Ἐφεσίοις ἡ. ἀπάγξασθαι Heraclit.121; τοὺς ἄνδρας ἡ. ἀποσφάξαι D.S.3.54, cf. D.H.2.16,al.
German (Pape)
[Seite 1149] jugendlich; ἐνδύντες τὰ ὅπλα πάντες ἡβηδόν Her. 1, 172, indem alle, die im Jugendalter standen, die ganze waffenfähige Mannschaft, die Waffen ergriffen; Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλάς 6, 21, die ganze Jugend schor sich den Kopf; Sp., τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι D. Sic. 3, 54; ἐγὼ δὲ κέλομαι πᾶσιν ἡβηδὸν οἰμώζειν Luc. vit. auct. 14; Tim. 37; Suid.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans l'âge de la jeunesse, dans l'âge où l'on porte les armes.
Étymologie: ἥβη, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἡβηδόν: adv. по достижении возмужалости, в зрелом возрасте: πάντες ἡ. Her., Luc. или οἱ ἄνδρες ἡ. Diod. все достигшее зрелости, т. е. способное носить оружие взрослое мужское население.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβηδόν: ἐπίρρ., ἀπὸ τῆς νεανικῆς ἡλικίας καὶ ἐπάνω, πάντες ἡβηδὸν Ἡρόδ. 1. 172., 6. 21, πρβλ. Λουκ. Β. Πρ. 14 κ. ἀλλ.˙ τοὺς ἄνδρας ἡβ. ἀποσφάξαι Διόδ. 3. 54.
Greek Monolingual
ἡβηδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.)
2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. -δόν (πρβλ. βαθμηδόν, σχεδόν)].
Greek Monotonic
ἡβηδόν: επίρρ., από τη νεανική ηλικία και πάνω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
from the youth upwards, Hdt.